ἐντάμνω

ἐντάμνω
ἐντάμνω, [dialect] Ion. for ἐντέμνω.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εντέμνω — (AM ἐντέμνω, Α ιων. τ. ἐντάμνω) κάνω τομή, εγκοπή σε κάτι, εγχαράζω («ἐντάμνων ἐν τοῑσι λίθοισι γράμματα», Ηρόδ.) αρχ. 1. κόβω, αποκόπτω 2. διασχίζω 3. σφάζω στον βωμό για θυσία («ἐντέμνεται σφάγια») 4. (για βότανα που χρησιμοποιούνται ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”